- ραντιστικός
- η , ό[ν] обрызгивающий, опрыскивающий; окропляющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραντιστικός — ή, ό, Ν [ραντίζω] αυτός που χρησιμοποιείται για ράντισμα («ραντιστικά μηχανήματα») … Dictionary of Greek